Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013

Μεταξύ Βρυξελλών και Μόσχας, ΗΠΑ και Ρωσίας

Μεταξύ Βρυξελλών και Μόσχας, ΗΠΑ και Ρωσίας

Capital.gr

Παρασκευή, 22 Μαρτίου 2013
Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Οι επόμενες μέρες είναι καθοριστικής σημασίας για την ίδια τη μελλοντική ύπαρξη του κυπριακού, αλλά και του ελληνικού κράτους, με δεδομένους τους πολύπλευρους εθνικούς, γεωπολιτικούς και οικονομικούς δεσμούς Ελλάδας και Κύπρου. Ελλάδα και Κύπρος δεν αντιμετωπίζουν ένα πρόβλημα οικονομικής ή κοινωνικής ή πολιτικής κρίσης, ή μια συγκεκριμένη εξωτερική απειλή. Αντιμετωπίζουν έναν οικονομικό, πολιτικό και γεωπολιτικό πόλεμο, έναν κλονισμό βασικών προϋποθέσεων ύπαρξης των δύο κρατών. Αντιμετωπίζουν δηλαδή ένα ζήτημα ζωής ή θανάτου, είτε αυτό μας αρέσει, είτε όχι.

Kαι μόνο ανακοινώνοντας τις αποφάσεις του, το Eurogroup είπε στους καταθέτες να φύγουν από την Κύπρο. ‘Επληξε πολύ σοβαρά, δυνητικά θανάσιμα και τις κυπριακές τράπεζες και το κυπριακό κράτος (δεδομένου του ρόλου του χρηματοπιστωτικού τομέα). ‘Επληξε επίσης τις κυπρο-ρωσικές σχέσεις, που υπήρξαν καθοριστικής σημασίας για την ίδια την επιβίωση της Κυπριακής Δημοκρατίας από τότε που ιδρύθηκε. Θυμίζουμε ότι η Μόσχα περενέβη στον Τζόνσον για να αποτρέψει την εισβολή Ινονού στην Κύπρο (1964), υποστήριξε πάντα, ακόμα και με βέτο, τις κυπριακές θέσεις στον ΟΗΕ και προσέφερε στη Λευκωσία τα όπλα που της ζήτησε. Χωρίς τη Ρωσική Ομοσπονδία, είναι πολύ δύσκολο ακόμα και να υπάρξει η Κυπριακή Δημοκρατία. Αλλά και η ίδια η Ελλάδα δύσκολα θα επιβιώσει μιας κυπριακής καταστροφής.

Μόνο μια «αντιστήριξη» εξίσου ισχυρή προς την επίθεση που δέχτηκε, μπορεί τώρα να περιορίσει τις συνέπειες της επελθούσης καταστροφής. Στις συγκεκριμένες συνθήκες μια συνολική συμφωνία με τη Ρωσία του Πούτιν, οικονομική, ενεργειακή και αμυντική, μπορεί να προσφέρει τη λύση ανάγκης που χρειάζεται για την ύπαρξή της η Κυπριακή Δημοκρατία. Διαφορετικά πρέπει να πάμε σε άλλα, πολύ πιο δύσκολα σενάρια, αποφεύγοντας πάντως λύσεις ελληνικού τύπου (Μνημόνια-Δανειακές). Μεταξύ της βιωσιμότητας του κράτους και της βιωσιμότητας των τραπεζών, η Κύπρος πρέπει, όπως και η Ισλανδία, να διαλέξει τη βιωσιμότητα του κράτους και να αφήσει εν ανάγκη τις τράπεζες να χρεωκοπήσουν. Τα πέντε ή έξη δισ. που μπορεί ίσως να μαζέψει από εθνικούς πόρους δεν πρέπει να διατεθούν στη σωτηρία των τραπεζών, αν δεν είναι βέβαιο ότι μπορούν να σωθούν, γιατί θα χρειαστούν για να ζήσει η Κύπρος.

Αλλά μια λύση με τη Ρωσία προσκρούει στο πρόσωπο του Νίκου Αναστασιάδη, που έστειλε, σύμφωνα με πολύ αξιόπιστες πληροφορίες από τη ρωσική πρωτεύουσα, τον Υπουργό Οικονομικών του στη Μόσχα, όχι για να αναζητήσει βοήθεια, αλλά για να τορπιλίσει μια ουσιαστική συμφωνία με τη Ρωσία, αρνούμενος να επεκτείνει τις συζητήσεις πέραν του αιτήματος αναδιάρθρωσης προηγούμενου ρωσικού δανείου. Η αποστολή Σαρρή στη Μόσχα θυμίζει το ταξίδι Παπανδρέου τον Φεβρουάριο 2010 –έγινε για «ξεάρφωμα», όχι με πραγματική βούληση στήριξης στη Ρωσία. Ο Πρόεδρος της Βουλής, οι ανθυποψήφιοι του κ. Αναστασιάδη, το Κυπριακό Εθνικό Συμβούλιο οφείλουν να απαιτήσουν τη συνδιαχείριση του κυπριακού. Αν το αφήσουν στον Πρόεδρο, μετά από όσα έπραξε, έχουν συνυπογράψει τη θανατική καταδίκη της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Φυσικά, τίποτα δεν εμποδίζει τη Λευκωσία να ζητήσει τη συνδρομή της ΕΕ και οφείλει να το κάνει. ‘Όχι όμως με τον τρόπο που το κάνει και με τις γελοιότητες που συζητώνται. Αν μιλήσουμε με οικονομικούς όρους, το κόστος των ανακοινώσεων του Eurogroup είναι δεκάδες δισεκατομμύρια για την Κύπρο κι αν τεθεί σε κίνδυνο το κυπριακό κράτος είναι «άπειρο».

Η Κυπριακή Βουλή όφειλε ήδη να έχει απευθυνθεί σε όλα τα όργανα της ΕΕ και όλα τα κοινοβούλια, καταγγέλλοντας στους δριμύτερους δυνατούς τόνους την πρωτοφανή επίθεση της ‘Ενωσης (και του ΔΝΤ) κατά ενός μέλους της και την εξίσου πρωτοφανή κατάφωρη παραβίαση των θεμελιωδέστερων δημοκρατικών αρχών (ο κ. Αναστασιάδης εξελέγη Πρόεδρος δεσμευόμενος δημόσια και κατηγορηματικά ότι δεν θα συμφωνήσει σε κούρεμα καταθέσεων).

Η κυπριακή και η ελληνική κυβέρνηση οφείλουν να ζητήσουν έκτακτη σύγκλιση του Συμβουλίου Κορυφής της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης, να καταγγείλουν τις αποφάσεις και να ζητήσουν την αλληλεγγύη των εταίρων τους. Αυτό σημαίνει ένα πρόγραμμα με ρητή, δεσμευτική «ρήτρα στήριξης», αν εξαιτίας των ενεργειών της ΕΕ αντιμετωπίσει κίνδυνο άμεσης οικονομικής και κοινωνικής κατάρρευσης η Κύπρος και μια ρητή, δεσμευτική «ρήτρα ανάπτυξης» αν αντιμετωπίσει υφεσιακή βουτιά εξαιτίας όλων αυτών. Αν η Κύπρος δεν τα πάρει, δεν έχει λόγο να πάει σε τρόικες, δεν έχει λόγο να ανοίξει τις τράπεζές της, δεν έχει λόγο να μην εφαρμόσει την «πολιτική άδειας καρέκλας» του Ντε Γκωλ παραλύοντας τη λειτουργία της ‘Ενωσης, μέχρις ότου ικανοποιηθούν οι όροι της.

Αντιλαμβανόμεθα ότι αυτά μπορεί να φαίνονται «εξτρεμιστικά». Η εναλλακτική είναι μια εθνική τραγωδία, σε Κύπρο και Ελλάδα, χωρίς ιστορικό προηγούμενο. «Στον πόλεμο όπως στον πόλεμο» (“A la guerre, comme a la guerre”) έλεγε ο Ναπολέων. Δεν θα έπρεπε να φτάσουμε και δεν θα φτάναμε σε αυτή τη θέση, αν είχαμε προτάξει στοιχειώδη αντίσταση και είχαμε επιδείξει μίνιμουμ αξιοπρέπειας και σοβαρότητας. Τώρα όμως φτάσαμε και δεν έχουμε άλλη λύση από το να απαντήσουμε στον πόλεμο με πόλεμο, όχι κατά, αλλά στο όνομα της ευρωπαϊκής ιδέας και της δημοκρατίας.

Η Κύπρος δεν έχει λόγο να φύγει με δική της πρωτοβουλία από το ευρώ, αλλά πρέπει να είναι έτοιμη να το κάνει αν εξαναγκαστεί. Πρέπει να μείνει στην ευρωζώνη και στην ΕΕ, για να χρησιμοποιήσει όμως όλα τα θεσμικά και πολιτικά μέσα που διαθέτει, για να το κάνει «μπάχαλο». Η Ελλάδα πρέπει να θέσει παράλληλα και το δικό της πρόβλημα, δεδομένης της άνευ προηγουμένου οικονομικής καταστροφής, ανθρωπιστικής κρίσης και απειλής για την ασφάλειά της που αντιμετωπίζει μετά από τρία χρόνια εφαρμογής του Μνημονίου.

Αν οι κυπριακές τράπεζες ανοίξουν χωρίς να έχει εξασφαλισθεί η βιωσιμότητα, όχι πλέον των τραπεζών, αλλά του κράτους, με ένα «πρόγραμμα σωτηρίας» ελληνικού τύπου, η καταστροφή που θα ακολουθήσει δεν θα έχει πολλά ιστορικά προηγούμενα και θα είναι πιθανώς πολύ ταχύτερη από την ελληνική. Ακόμη και αν η ΕΚΤ καλύψει τη φυγή κεφαλαίων προσφέροντας ρευστότητα, είναι σαφές ότι ο τράπεζες και το κράτος θα έχουν μεταβληθεί σε «κουφάρι» απολύτως ελεγχόμενο, ιδιοκτησία κατ’ ουσίαν της ΕΚΤ και των Πιστωτών της Κύπρου.

Ακολουθώντας ένα τέτοιο δρόμο, στην Κύπρο θα επιβληθεί, το έχουν ήδη αναγγείλει άλλωστε, παράλληλα με ένα «πρόγραμμα σωτηρίας» που θα τη μεταβάλλει σε ιδιότυπη, οικονομική «αποικία χρέους», ένα σχέδιο λύσης χειρότερο από το Ανάν, που θα προβλέπει την ουσιαστική αυτοδιάλυση του κυπριακού κράτους, τη μετατροπή του σε «μεταμοντέρνο προτεκτοράτο». Τέτοιων «λύσεων» θα είναι πολύ δύσκολο να επιβιώσει μακροχρόνια ο ελληνισμός της Κύπρου. Και θα κινδυνεύσει να επιβεβαιωθεί ο Ανδρέας Παπανδρέου που, στην ιστορική ομιλία του στη Βουλή των Ελλήνων για το κυπριακό, τον Μάρτιο του 1987, διακήρυξε ότι «αν χαθεί η Κύπρος, θα χαθεί και η Ελλάδα».

Αντιλαμβάνομαι ότι σε μερικούς όλα αυτά φαίνονται «υπερβολικά» –όπως και στους Τρώες φαινόταν «υπερβολική» η Κασσάνδρα. Φοβούμαι ότι προκύπτουν σχεδόν μαθηματικά από την ανάλυση της κατάστασης. Είναι αυτή τη στιγμή τελείως απαραίτητο να αντιληφθεί ο ελληνικός λαός, η άρχουσα τάξη και το πολιτικό προσωπικό των δύο χωρών την ακριβή φύση και εμβέλεια της απειλής προκειμένου να υπάρξει μια ελπίδα αποφυγής μιας εθνικής τραγωδίας χωρίς ιστορικό προηγούμενο.

‘Αλλωστε, πόσοι από αυτούς που ενίοτε χαρακτηρίζουν τον γράφοντα Κασσάνδρα προέβλεψαν τα πρωτοφανή που συνέβησαν στην Ελλάδα και την Ευρώπη τα τελευταία τρία χρόνια. Αν δεν τα προέβλεψαν δεν είναι γιατί είναι χαζοί, αλλά γιατί πιστεύουν ρητά ή ενδόμυχα στη σταθερότητα του οικονομικού και ευρωπαϊκού συστήματος, σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από βαθιά ρήξη παγκόσμιου παραδείγματος. Νομίζουν ότι ζούμε ένα «λάθος», μια «κρίση» που, αργά ή γρήγορα, θα διορθωθεί. Δεν μπορούν και δεν θέλουν να πιστέψουν ότι ζούμε τη μετάβαση από τον νεοφιλελεύθερο στον «καπιταλισμό της καταστροφής», από τον κλασικό καπιταλισμό στη «φεουδαρχία του Χρήματος», από την «αστική δημοκρατία» σε μια «ολοκληρωτική αυτοκρατορία της παγκοσμιοποίησης».

Μόνο τοποθετούμενοι στο έδαφος της πραγματικότητας, όσο απειλητική κι αν δείχνει, μπορούμε να την αντιμετωπίσουμε.

Η απόφαση του Eurogroup είναι το τρίτο «πραξικόπημα» του Χρήματος, κατά των θεμελίων του «κανονικού» καπιταλισμού, από τότε που άρχισε η κρίση (με πρώτο την απαγόρευση χρεωκοπίας των τραπεζών μετά τη Λήμαν Μπράδερς και δεύτερο τον εξαναγκασμό των κρατών σε χρεωκοπία δια των Μνημονίων και Δανειακών, με παράλληλη ημικατάργηση της δημοκρατίας). Οι ευθύνες της γερμανικής ηγεσίας είναι τεράστιες, ο πραγματικός ρόλος της όμως μοιάζει μάλλον αυτός του «χρήσιμου ηλίθιου» για λογαριασμό του «κόμματος» της Goldman Sachs, της αληθινής «αυτοκρατορίας του Χρήματος». Ενώ είναι πιθανό, αλλά δεν είμαστε βέβαιοι, ότι έχει ξανασχηματισθεί μία τεράστια «φούσκα χρήματος», Βερολίνο και Ουάσιγκτον το γνωρίζουν και προσπαθούν οι μεν να τη «σκάσουν στα μούτρα» των δε. Αν αυτό είναι σωστό σημαίνει ότι πρέπει να μπούμε σε πρόγραμμα σωτηρίας, έκτακτης οικονομικής και κοινωνικής ανάγκης, των κρατών και των κοινωνιών μας από μείζονα επικείμενη καταστροφή.

Δυστυχώς βέβαια το πολιτικό και κρατικό προσωπικό που διαθέτουμε χαρακτηρίζεται από πολύ μεγάλο βαθμό εξάρτησης, αδυναμία συνειδητοποίησης του διακυβεύματος, απουσία διανοητικών εργαλείων κατάλληλων για την αντιμετώπιση τόσο σύνθετης κατάστασης και, επιπλέον, τελεί σε κατάστασης σύγχυσης, τρόμου και πανικού.

* Ο κ. Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος είναι Δημοσιογράφος και συγγραφέας. ‘Εχει γράψει, μεταξύ άλλων, «Η αρπαγή της Κύπρου», (Λιβάνης 2004) και «Η Κύπρος σε παγίδα» (Λιβάνης 2008). Εργάσθηκε ως ειδικός συνεργάτης στο Γραφείο του Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου (1985-88) και ως διευθυντής του Γραφείου του ΑΠΕ στη Μόσχα (1989-99).
Konstantakopoulos.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.